- κολλύβου
- κόλλυβονsmall coinneut gen sgκόλλυβοςsmall coinmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριτοκόλλυβον — τὸ, Α μικρό νόμισμα, το ένα τρίτο τού κολλύβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κόλλυβος «νόμισμα μικρής αξίας». Ο τ. είναι πιθ. δ. γρφ. τού τρικόλλυβον] … Dictionary of Greek